- συμπιεστός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστόη συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.